Το σπίτι που πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στην Κύμη, είναι σχεδόν δίπλα στην Αγία Τριάδα, όπου καθήκοντα καντηλαναύτησας εκτελούσε η "Θεοδοσία". Μεταξύ των άλλων ήταν και μονόφθαλμη και κατά μία πληροφορία το μάτι, της το είχε βγάλει μια κουκουβάγια.
Η Θεοδοσία ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών. Μια μέρα που είχε ρίξει χιόνι και τότε όταν χιόνιζε χιόνιζε, είχα ετοιμάσει μια χιονιά για να την ρίξω στη συχωρεμένη την Φούλα του Φραγκούλη, όπου ξαφνικά βλέπω την Θεοδοσία Πανικός! Να φύγω;Αδύνατον. Να πετάξω τη χιονιά ; Θα την έβλεπε και αλίμονό μου. Τι να έκανα; Την έβαλα στην τσέπη, όπου και έλιωσε και έγινα μούσκεμα.
Ο πρώτος μαθητής.
Όταν ο πατέρας μου με έγραψε στο Α' Δημοτικό Σχολείο Κύμης, φεύγοντας μου είπε :
- Άντε και πρώτος μαθητής!
Είμαι σίγουρος ότι η απάντησή μου τον ικανοποίησε απόλυτα, γιατί δεν τη σχολίασε :
- Μείνε ήσυχος, θα βάζω το ρολόι ώστε να έρχομαι πρώτος!
Από βραδύς έπρεπε να κάνουμε μπάνιο, άλλος στη μπανιέρα, άλλος στη σκάφη, όπου είχε ευκολία ο καθένας, γιατί θα σηκωνόμαστε νωρίς για να πάμε στην εκκλησία και στην Κύμη το πρωί είχε πολύ κρύο, μερικές φορές και χιόνια.
Εγώ που έμενα και απέναντι από την εκκλησία πήγαινα πρώτος και καμία φορά και πριν τον Παπαγκρού που ερχόταν με τον εγγονό του και συμμαθητή μου τον Γιάννη, που τον φωνάζαμε Μπούξο και τους περίμενα απέξω. Μετά ερχόταν ο Ηλίας ο Στρατής που έμενε και στον Προφήτη Ηλία.
Η εκκλησία γέμιζε από κόσμο, από νωρίς, και όχι όπως τώρα που τρέχουν τελευταία στιγμή. Έτρεμε η φωνή του Παπαγρού με τα τροπάρια και όλοι συμμετείχαμε στη γέννηση σαν να είμαστε μέσα στη Φάτνη.
Είχα πάντα την απορία γιατί στην Φάτνη δεν είχε γουρουνάκια, αλλά πρόβατα, μοσχάρια ακόμα και γαϊδουράκια. Μετά από χρόνια μου λύθηκε η απορία. Αμέσως μετά την εκκλησία, τρέχαμε στο σπίτι, αξημέρωτα ακόμα, να φάμε τις χοιρινές μπριζόλες με την θρούμπη. Που να ήταν τα γουρουνάκια και στη Φάτνη;
Μετά, όταν είχαμε μεγαλώσει λίγο παίζαμε και καμιά τριανταμαμία.
Πάντα θα αναπολούμε τα έθιμα εκείνα αλλά και τον τρόπο ζωής και βασικά τα χρόνια της παιδικής ηλικίας. Ήταν άλλα τα χρόνια εκείνα, άλλες οι ηλικίες αλλά και κάθε ηλικία έχει τα προβλήματα και τις χαρές της. Να τις απολαμβάνουμε.
Επιχείρηση Περικλής
Ευρισκόμαστε στη δεκαετία του 60 και ο θερινός κινηματογράφος του Καραμάνου στο φόρτε του. Όταν άρχισαν τα μαθήματα, ο καιρός ακόμα ήταν καλός και ο κινηματογράφος λειτουργούσε. Άλλωστε μεγάλο μεγάλο μέρος ήταν σκεπαστό και είχε και πατάρι.
Βέβαια ο κινηματογράφος απαγορευόταν και ειδικά για τις ακατάλληλες ταινίες. Εμείς όμως πηγαίναμε, εγώ ο Γιάννης, ο Γιώργης, ο Ηλίας και άλλοι, αλλά παίρναμε και μέτρα ασφαλείας. Ορίζαμε ένα σύνθημα π.χ. ΠΕΡΙΚΛΗΣ και όταν κάποιος έβλεπε κάποιον καθηγητή να κάνει βόλτες εκεί γύρω ή κοντά στη είσοδο φώναζε το σύνθημα και πηδούσαμε από την μάντρα έξω και δεν βγαίναμε από την πόρτα.
Ένας συμμαθητής μας ήταν γείτονας του κινηματογράφου και όταν εμείς πηγαίναμε σε ένα καλό έργο, συνήθως γουέστερν, αυτός ανέβαινε σε ένα δένδρο και έβλεπε ανέξοδα την ταινία.
Ένα βράδυ λοιπόν κάποιος φώναξε ΠΕΡΙΚΛΗΣ, πηδήξαμε την μάντρα και ο συμμαθητής μας που ήταν στο δέντρο στην προσπάθειά του να κατέβει από το δένδρο, αν και δεν υπήρχε λόγος, έσπασε το κλαρί, έπεσε φαρδύς πλατύς που λέμε και χτύπησε το πόδι του.
Το μόνο θύμα. Το σύνθημα χρησιμοποιείτε μέχρι σήμερα από τον άτυχο σαν υπογραφή σε μηνύματα που στέλνει σε φίλους.
Αγαπητοί φίλοι
ίσως διαβάζοντας το σύντομο βιογραφικό σκεφθήκατε ότι με το " Θυμάμαι ..." θα αναφέρομαι σε αναμνήσεις από τον στρατό. Λάθος , θα αναφέρομαι σε αναμνήσεις από τη ζωή γενικά, κατά βάση ευτράπελες καταστάσεις αλλά και σοβαρές ή δραματικές.
Ελπίζω να σας κρατήσουμε το ενδιαφέρον και να θυμηθούμε άλλες εποχές.
Από αύριο αρχίζουμε με την πρώτη ιστορία και με τίτλο : " Επιχείρηση Περικλής ".
Όποιος θέλει μπορεί να στείλει ότι θυμάται να το ανεβάσουμε.
Σας ευχαριστώ.