Μύθοι και Παραδόσεις

Τα έθιμα της 25ης Μαρτίου στην ελληνική λαογραφική παράδοση

Τα έθιμα της 25ης Μαρτίου στην ελληνική λαογραφική παράδοση

Στην ελληνική λαογραφική παράδοση τα έθιμα που σχετίζονται με την εορτή του Ευαγγελισμού βασίζονται στην αντίληψη ότι με την εορτή αύτη αρχίζει η άνοιξη και επιστρέφουν τα χελιδόνια. Γι’ αυτό τα παιδιά βγάζουν από το χέρι τους τον «Μάρτη» και τον αφήνουν στα δέντρα να τον πάρουν τα χελιδόνια.
Σε πολλά μέρη υποδέχονται την 25η Μαρτίου με τραγούδια και με κωδωνισμούς επιδιώκουν να εκδιώξουν τα ερπετά, οι νοικοκυρές δεν κάνουν δουλειές στο σπίτι ή ζυμώνουν μικρές πίτες και βάζουν σε μια απ’ αυτές ένα νόμισμα, για να το βρει ο τυχερός, όπως στην Πρωτοχρονιά. Οι μελισσοτρόφοι πρωτοβγάζουν τις κυψέλες στο ύπαιθρο, οι κτηνοτρόφοι μετακινούν τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά στα ορεινά μέρη, οι Σαρακατσάνοι «αρματώνουν» τα κοπάδια τους με τα κυπροκούδουνα κ.ά.» Ως έθιμο για τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου καθιερώθηκε και ο μπακαλιάρος με σκορδαλιά. Κατά τη διάρκεια της Σαρακοστής, η Εκκλησία επέτρεπε στους πιστούς να φάνε ψάρι μόνο δύο φορές, του Ευαγγελισμού και την Κυριακή των Βαΐων.
Η ιστορία του μπακαλιάρου ξεκινάει με την εποχή των Βίκινγκς, όπου πρωτοεμφανίστηκε σαν εμπορικό προϊόν περί το 800 μ.Χ. Μάλιστα, λέγεται ότι κυνηγώντας βακαλάους, οι Βίκινγκς ανακάλυψαν κατά λάθος το «νέο κόσμο». Πρώτοι τον πάστωσαν οι Βάσκοι, που ξεκίνησαν το εμπόριο του μπακαλιάρου από το Μεσαίωνα και τον ονόμασαν «ψάρι του βουνού», ενώ στη χώρα μας, ήρθε τον 15ο αιώνα και στο ελληνικό τραπέζι μπήκε κατά τη διάρκεια της σαρακοστιανής νηστείας. Με εξαίρεση τα νησιά, όπου υπήρχε πάντα φρέσκο ψάρι, στην υπόλοιπη Ελλάδα ο παστός μπακαλιάρος ήταν η φθηνή και εύκολη λύση. Ιστορικά, εκείνοι που έστελναν στην Ελλάδα μεγάλες ποσότητες μπακαλιάρου ήταν οι Άγγλοι, οι οποίοι τον αντάλλασσαν με σταφίδες.
Eκτός από τις παρελάσεις και τις εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται ανά τη χώρα, κυρίως στα ελληνικά νησιά, όπου υπάρχει εκκλησία αφιερωμένη στην Ευαγγελίστρια έχει ξεχωριστή γιορτή στις 25 Μαρτίου και συνήθως με αρτοκλασία. Την ημέρα αυτή η Εκκλησία επιτρέπει στους πιστούς να φάνε ψάρι, ανεξάρτητα αν συμπέσει με τη νηστεία του Πάσχα ή ακόμη και με τη Μεγάλη Εβδομάδα, και έτσι, ο μπακαλιάρος σκορδαλιά έχει γίνει το… εθνικό μας φαγητό. Στους Επτανήσιους δε, το τραπέζι κοσμούν το κορφιάτικο στακοφίσι ή κοφίσι μπιάνκο και η κεφαλλονίτικη αλιάδα.
       

      Η Παναγία η Λιαουτσάνισα

    Στο συνοικισμό Λιαουτσιάνισσα Κύμης, σε μια μαγευτική τοποθεσία, υψώνεται μεγαλοπρεπής ο Ναός της Παναγίας, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.
        Η εικόνα της θεοτόκου έφτασε στο άλλο άκρο του Αιγαίου Πελάγους, στην Κύμη, από την Ανατολή. Στην τοποθεσία της παραλίας “Μαύρα Λιθάρια” λόγω ναυαγίου η θάλασσα παρέσυρε προς την ξηρά αρκετή ξυλεία. Στη θέση αυτή κάθε βράδυ οι κάτοικοι έβλεπαν ένα φως να επιπλέει, αλλά όταν το πλησίαζαν αυτό έφευγε. Την ημέρα πολλοί έρχονταν στο μέρος αυτό και μάζευαν ξυλεία από το ναυάγιο.       Για το σκοπό αυτό ήλθαν και δύο υπηρέτες των οικογενειών Βεναρδή και Νικολέσα με τα ζώα τους. Όταν άρχισαν να διαλέγουν ξύλα, ξαφνικά ο υπηρέτης του Νικολέσα βρήκε ένα τετράγωνο ξύλο πού με την αξίνα του το χτύπησε και ετοιμάστηκε να το ξαναχτυπήσει. Όταν όμως σήκωσε ξανά την αξίνα τα χέρια του παρέμειναν ακίνητα. Ο δεύτερος υπηρέτης βλέποντάς τον με τα χέρια ψηλά έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Με φόβο σηκώνει το παράδοξο ξύλο και βλέπει ότι είναι εικόνα της Θεοτόκου. Αμέσως μετέφεραν την εικόνα στο ναό του Αγίου Αθανασίου της Κύμης. Τη νύχτα  κατά θαυμαστό τρόπο, η εικόνα της Παναγίας έφυγε από το ναό του Αγίου Αθανασίου και ήλθε στο μέρος όπου σήμερα είναι χτισμένος ο ναός της και αυτό δεν έγινε μόνο μια φορά.   Ανήκει στην Ιερά Μητρόπολη Καρυστίας και Σκύρου.


Τα Κουκουλόκλαρα
Κάθε χρόνο στις 23 Ιουνίου παραμονή της γεννήσεως του Ιωάννου του προδρόμου στην Κύμη καίνε τα«Κουκουλόκλαρα». Ένα έθιμο που η αρχή του χάνεται στο παρελθόν και πλέον η αναβίωση του γίνεται με εντυπωσιακό τρόπο.
Τα Κουκουλόκλαρα, είναι τα κλαδιά από της Μουριές που χρησίμευαν για να πλέξουν το κουκούλι τους οιΜεταξοσκώληκες. Έτσι στις 23 Ιούνη στην Σηροτροφική Κύμη έκαιγαν στις γειτονίες τα Κουκουλάκλαρα και τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς. Σε κάθε φωτιά μαζευόταν κόσμος και πηδούσαν μέσα από της φλόγες. Όταν έπαψε η σηροτροφία, το έθιμο συνεχίστηκε με κάψιμο θάμνων Απίφανου, μέχρι πριν λίγα χρόνια που ατόνησε.
Τα τελευταία χρόνια όμως αποβιώθηκε και με την βοήθεια των επαγγελματιών της Κύμης (προσφέροντας εδέσματα) και του Δήμου. Έτσι χθες σε πολλές γειτονίες εμφανίστηκαν οι φωτιές, τα «Κουκουλόκλαρα». Η πιο οργανωμένη ήταν στην μικρή πλατεία του Εριτσία, εκεί υπήρχε μουσική, τραπεζάκια και πάρα πολύς κόσμος. Η δεύτερη οργανωμένη φωτιά ήταν στην πλατεία του Κ.Ε.Π. με λιγότερο κόσμο αλλά με περισσότερο κέφι. Στο έθιμο τις 23 Ιούνη περιλαμβανόταν και ο Κλείδωνας με το αμίλητο νερό.

        Ο Κλείδωνας 
         Στις είκοσι τρεις του μήνα, δηλαδή την  παραμονή της εορτής του Άγιου Γιάννη , «ανοίγετε» ο Κλείδωνας. 
         Ο κλείδωνας, είναι έθιμο βέβαια παγανιστικό που στην εποχή του Ομήρου χρησιμοποιούσαν την μαγεία του για να μαντέψουν τα μελλούμενα. Αναβιώνει ακόμη μέχρι σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδος κι απ' ό,τι βλέπω τα τελευταία χρόνια, αυτά τα γραφικά έθιμα τα ' χουν ξεθάψει οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα γιορτάζουν με όλους τους τύπους, φωνάζουν μάλιστα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα δείχνουν στις ειδήσεις.
         Και πολύ καλά κάνουν. Έτσι διατηρείται η παράδοση κι η πλούσια κληρονομιά των εθίμων και των συνηθειών της πατρίδας μας, γιατί όποιος δε γνωρίζει το παρελθόν του παραπαίει χωρίς ρίζες στο παρόν κι έχει αβέβαιο κι επισφαλές μέλλον, όπως λένε.
         Κι είναι αλήθεια. 
 Από το βράδυ λοιπόν, έβαζαν σε ένα χάλκινο δοχείο, σε ένα μαστραπά ή σε ένα κουβά νερό που το έβγαζαν από  το πηγάδι χωρίς να μιλούν, γι'  αυτό το λέγανε «τ'  αμίλητο νερό». Έριχναν κατόπιν μέσα διάφορα μικροαντικείμενα, που το καθένα χαρακτήριζε τον κάτοχό του, δηλαδή κουμπιά, δαχτυλίδια, αγκράφες, δαχτυλήθρες και άλλα τέτοια κι ύστερα σκέπαζαν το δοχείο μ'  ένα πανί που το ' δεναν μ'  ένα σπάγκο γύρω-γύρω. 
        Το άλλο βράδυ μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια της γειτονιάς κι άνοιγαν τον κλείδωνα. Θυμάμαι στη γειτονιά μου στην Αγία Τριάδα, όλη η ιστορία γινόταν στο παράθυρο του Οικονόμου, στη δημοτική βρύση, με προεξάρχουσες την συχωρεμένες πλέον,  Ξενούλα και τη Λούλα του Μπαλαμπάνη.   

        Έβγαζαν το κάλυμμα κι έβαζε ο καθένας με τη σειρά το χέρι του μέσα στο νερό 
έλεγε ένα στιχάκι, συνήθως σκωπτικό και τραβούσε ένα αντικείμενο. Σε όποιον ανήκε το αντικείμενο,  πήγαινε και το στιχάκι και     όλοι γελούσαν και χειροκροτούσαν αν τύχαινε να είναι κι επιτυχημένο. 
       «Είσαι χοντρή και άσκημη - έχεις και καμπουρίτσα - ψεύτρα και κουτοπόνηρη - είσαι και μια μουσίτσα.» 
       «Ποια να σε πάρει εσένανε - που δεν έχεις μια χάρη - πρέπει τη νύχτα να σε δει -βράδυ χωρίς φεγγάρι.»
    «Μέσα εις το κλουβάκι σου - να βάλω το πουλί μου - και να το αφήκω εδεκεί - σε όλη τη ζωή μου.»
      «Ήπιασα το γατάκι σου - κι είπα να το χαδέψω - και μου ' πες φύγε από εδώ  - κι εγώ δεν θα το αντέξω.»
       Κανείς δεν παρεξηγούσε τα λόγια τούτα, γιατί τις περισσότερες φορές δεν είχαν ούτε μια αλήθεια μέσα τους, αλλά και κανένα μικρό υπονοούμενο να έκρυβαν, όλοι το δέχονταν και γελούσαν με την καρδιά τους και προσπαθούσαν να το ανταποδώσουν.
        Μαζεμένοι λοιπόν γύρω από τον κλείδωνα, περνούσαν τη βραδιά διασκεδάζοντας εκ των ενόντων, με πειράγματα και αστεία και τα γέλια τους μας κρατούσαν ξυπνούς.











Σουτσίνι                                         
Μοναδική πλαζ του παλιού δήμου Κύμης ήταν το Σουτσίνι. Η αμμουδιά της, 6 χιλιόμετρα ανατολικά της Κύμης, ήταν σχεδόν τεχνητή και δημιουργήθηκε από τη σαβούρα των πλοίων. Τα κουμιώτικα καΐκια, όταν ερχόντουσαν άδεια για φόρτωση στην Κόμη, μόλις ξεπερνούσαν τον Κάβο, ανοιχτά του Σουτσινιού άδειαζαν τα σακιά άμμου που είχαν στο αμπάρι τους για την σταθεροποίηση του πλοίου πριν την μηχανοκίνηση και για να πιάνει η προπέλα μετά την μηχανοκίνηση. Έτσι δημιουργήθηκε αυτή η όμορφη πλαζ του Σουτσινιού.
Για την ονομασία της υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με μια απ' αυτές το όνομα Σουτσίνι προέρχεται από το δέντρο συκιά (σουτσία) που πρωτοφυτεύτηκε στην περιοχή αυτή όταν μεταφέρθηκε από τη Σμύρνη της Μ.Ασίας (ΕΥΒΟΪΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ Γιάγκου Τσαούση 1990).

Κατά μια άλλη εκδοχή, που γίνεται δεκτή από πολλούς Κουμιώτες η ονομασία προέρχεται από το «σουτ τσίνοι» δηλαδή «σουτ εκείνοι» εννοώντας τους λεπρούς που διέμεναν στην περιοχή (Μ.Τσαλαμανιός στο ΚΥΜΗ 19Οζ-20ος αιώνας Ιστορία και Πολιτισμός Δήμος Κύμης 2001).
Σύμφωνα με έγγραφο των προυχόντων της Κύμης προς την Κεντρική Διοίκηση, το 1824 η περιοχή αντιμετώπιζε πρόβλημα πανώλης.
Το 1847 ιδρύεται στην Κύμη Υγειονομείο και το 1853 Λοιμοκαθαρτήριο στο λιμάνι, για έλεγχο των ναυτικών και των πλοίων, λόγω της πανδημίας χολέρας, και απομόνωση των υπόπτων για την ασθένεια αυτή.
Την ίδια περίπου εποχή εμφανίζονται στην περιοχή κρούσματα λέπρας. Οι ασθενείς περιορίζονται στην περιοχή του Σουτσινιού και ζουν απομονωμένοι κάτω από την πυκνή βλάστηση. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που τους επισκέπτονταν και συνήθως τους άφηναν τρόφιμα σε κάποιο σημείο και έφευγαν από το φόβο της αρρώστιας.
Ένας τακτικός επισκέπτης ήταν ο τότε φοιτητής της ιατρικής Γεώργιος Παπανικολάου, γιός του γιατρού και δημάρχου Ν. Παπανικολάου, που, όποτε ερχόταν στην Κύμη, τους επισκεπτόταν κρυφά απ' τους γονείς του για να τους φέρει τρόφιμα και να καθίσει μαζί τους να μιλήσουν και να τους κάνει παρέα (Μ.Κόκκορη ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ν. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 1985).

Πολύ αργότερα, όταν η αρρώστια εξέλιπε, η περιοχή εξελίχθηκε σε εκδρομικό προορισμό για τα σχολεία της Κύμης, αλλά και διάφορες παρέες. Την άνοιξη, ειδικά την Καθαρή Δευτέρα και την Πρωτομαγιά το Σουτσίνι γέμιζε από παρέες, που διασκέδαζαν όλη την ημέρα και χαίρονταν την πεντακάθαρη θάλασσα και την αμμουδερή παραλία. Το καλοκαίρι ήταν προσφιλής προορισμός για μπάνιο. Δρόμος δεν υπήρχε και η μοναδική οδική πρόσβαση ήταν με τα πόδια, ανάμεσα στα βράχια από την Παραλία. Επίσης, υπήρχαν καΐκια που έκαναν τη διαδρομή λιμάνι-Σουτσίνι και μετέφεραν τον κόσμο με εισιτήριο.
Σιγά-σιγά άρχισαν να κτίζονται και τα πρώτα σπίτια (Μώρος, Γιαννάκης κ.α.) ενώ πολλοί κατασκήνωναν οικογενειακώς το καλοκαίρι σε σκηνές ανάμεσα στα πεύκα.
Τη ΙΟετία του '80 ανοίχθηκε ο παραλιακός δρόμος από τον Άγιο Γιώργη και μετά και αργότερα ο πάνω δρόμος από το Μισόκαμπο. Στην ευρύτερη περιοχή χτίστηκαν πολλά σπίτια, εξοχικά, αλλά και μόνιμες κατοικίες.
Από παλιά υπήρχε το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας και κάθε χρόνο στις 17 Ιουλίου, στη μνήμη της, οι Κουμιώτες είχαν άλλη μια ευκαιρία για εκδρομή στο Σουτσίνι.
Δίπλα στο εκκλησάκι υπήρχε πηγή που το νερό έτρεχε ελεύθερα και εξυπηρετούσε τις ανάγκες των παραθεριστών και των επισκεπτών.
Σήμερα η περιοχή έχει αλλοιωθεί. Για τις ανάγκες του παραλιακού δρόμου μπαζώθηκε μεγάλο μέρος των βράχων της διαδρομής και για να δημιουργηθεί πλαζ τσιμεντώθηκαν τα βράχια κάτω απ' την Αγία Μαρίνα. Επίσης το καλοκαίρι λειτουργεί δημοτική καντίνα για εξυπηρέτηση των λουόμενων.
Παρ' όλα αυτά το Σουτσίνι παραμένει όμορφο όπως παλιά, αν και η αμμουδιά δεν είναι τόσο «πλούσια», επειδή δεν γίνεται πια ο εμπλουτισμός της με άμμο από τη σαβούρα των πλοίων.


Ο  Σταυρός στο δρόμο προς την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού.


       Στα βορειοανατολικά μέρη της Κύμης, σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων περίπου από αυτή, βρίσκεται η παλαιά Μονή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού. Η Μονή ιδρύθηκε μετά το 1500 και πριν το 1643, χωρίς να σώζεται κάποιο στοιχείο που να προσδιορίζει την ακριβή ημερομηνία.
      Στο δρόμο λοιπόν προς την Μονή από την Κύμη, υπάρχει ένας ξύλινος Σταυρός που ο μύθος λέει για την ύπαρξή του την παρακάτω ιστορία.
     Η Μονή στην αρχή ήταν ανδρική και οι καλόγεροι έκαναν τις προμήθειές τους από την Κύμη, όπου πήγαιναν με ένα γαϊδουράκι.
     Μια από αυτές τις φορές, επιστρέφοντας από την Κύμη ο καλόγηρος άκουσε κλάματα και ψάχνοντας βρήκε ένα μωρό. Το πήρε στα χέρια του και ανέβηκε στο γαϊδουράκι για να συνεχίσει το δρόμο του. Τότε το μωρό άνοιξε το στόμα του και εμφανίστηκαν κάτι δόντια άγριου θηρίου. Έκπληκτος ο καλόγηρος ξεφώνισε : 
    Για κοίτα το μωρό έχει και δόντια!
    Και το μωρό συμπλήρωσε:
    Ναι, για να σε φάω.
    Έκπληκτος ο καλόγηρος πέταξε το μωρό κάτω, στο έδαφος, το οποίο και πέφτοντας έσκασε και διαλύθηκε. Επιστρέφοντας ο καλόγηρος στην Ιερά Μονή ενημέρωσε των Ηγούμενο και επισκέφθηκαν το σημείο όπου και αφού πραγματοποίησαν αγιασμό και εξόρκισαν το μέρος, έστησαν τον Σταυρό για την προστασία των διερχομένων Χριστιανών.
                                                                        (Ευαγγελία Κονιστριάτη-Παχή)