Στις είκοσι τρεις του μήνα, δηλαδή την παραμονή της εορτής του Άγιου Γιάννη , «ανοίγετε» ο Κλείδωνας.
Ο κλείδωνας, είναι έθιμο βέβαια παγανιστικό που στην εποχή του Ομήρου χρησιμοποιούσαν την μαγεία του για να μαντέψουν τα μελλούμενα. Αναβιώνει ακόμη μέχρι σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδος κι απ' ό,τι βλέπω τα τελευταία χρόνια, αυτά τα γραφικά έθιμα τα ' χουν ξεθάψει οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα γιορτάζουν με όλους τους τύπους, φωνάζουν μάλιστα και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα δείχνουν στις ειδήσεις.
Και πολύ καλά κάνουν. Έτσι διατηρείται η παράδοση κι η πλούσια κληρονομιά των εθίμων και των συνηθειών της πατρίδας μας, γιατί όποιος δε γνωρίζει το παρελθόν του παραπαίει χωρίς ρίζες στο παρόν κι έχει αβέβαιο κι επισφαλές μέλλον, όπως λένε.
Και πολύ καλά κάνουν. Έτσι διατηρείται η παράδοση κι η πλούσια κληρονομιά των εθίμων και των συνηθειών της πατρίδας μας, γιατί όποιος δε γνωρίζει το παρελθόν του παραπαίει χωρίς ρίζες στο παρόν κι έχει αβέβαιο κι επισφαλές μέλλον, όπως λένε.
Κι είναι αλήθεια.
Από το βράδυ λοιπόν, έβαζαν σε ένα χάλκινο δοχείο, σε ένα μαστραπά ή σε ένα κουβά νερό που το έβγαζαν από το πηγάδι χωρίς να μιλούν, γι' αυτό το λέγανε «τ' αμίλητο νερό». Έριχναν κατόπιν μέσα διάφορα μικροαντικείμενα, που το καθένα χαρακτήριζε τον κάτοχό του, δηλαδή κουμπιά, δαχτυλίδια, αγκράφες, δαχτυλήθρες και άλλα τέτοια κι ύστερα σκέπαζαν το δοχείο μ' ένα πανί που το ' δεναν μ' ένα σπάγκο γύρω-γύρω.
Το άλλο βράδυ μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια της γειτονιάς κι άνοιγαν τον κλείδωνα. Θυμάμαι στη γειτονιά μου στην Αγία Τριάδα, όλη η ιστορία γινόταν στο παράθυρο του Οικονόμου, στη δημοτική βρύση, με προεξάρχουσες την συχωρεμένες πλέον, Ξενούλα και τη Λούλα του Μπαλαμπάνη.
Έβγαζαν το κάλυμμα κι έβαζε ο καθένας με τη σειρά το χέρι του μέσα στο νερό έλεγε ένα στιχάκι, συνήθως σκωπτικό και τραβούσε ένα αντικείμενο. Σε όποιον ανήκε το αντικείμενο, πήγαινε και το στιχάκι και όλοι γελούσαν και χειροκροτούσαν αν τύχαινε να είναι κι επιτυχημένο.
Από το βράδυ λοιπόν, έβαζαν σε ένα χάλκινο δοχείο, σε ένα μαστραπά ή σε ένα κουβά νερό που το έβγαζαν από το πηγάδι χωρίς να μιλούν, γι' αυτό το λέγανε «τ' αμίλητο νερό». Έριχναν κατόπιν μέσα διάφορα μικροαντικείμενα, που το καθένα χαρακτήριζε τον κάτοχό του, δηλαδή κουμπιά, δαχτυλίδια, αγκράφες, δαχτυλήθρες και άλλα τέτοια κι ύστερα σκέπαζαν το δοχείο μ' ένα πανί που το ' δεναν μ' ένα σπάγκο γύρω-γύρω.
Το άλλο βράδυ μαζεύονταν σε ένα από τα σπίτια της γειτονιάς κι άνοιγαν τον κλείδωνα. Θυμάμαι στη γειτονιά μου στην Αγία Τριάδα, όλη η ιστορία γινόταν στο παράθυρο του Οικονόμου, στη δημοτική βρύση, με προεξάρχουσες την συχωρεμένες πλέον, Ξενούλα και τη Λούλα του Μπαλαμπάνη.
Έβγαζαν το κάλυμμα κι έβαζε ο καθένας με τη σειρά το χέρι του μέσα στο νερό έλεγε ένα στιχάκι, συνήθως σκωπτικό και τραβούσε ένα αντικείμενο. Σε όποιον ανήκε το αντικείμενο, πήγαινε και το στιχάκι και όλοι γελούσαν και χειροκροτούσαν αν τύχαινε να είναι κι επιτυχημένο.
«Είσαι χοντρή και άσκημη - έχεις και καμπουρίτσα - ψεύτρα και κουτοπόνηρη - είσαι και μια μουσίτσα.»
«Ποια να σε πάρει εσένανε - που δεν έχεις μια χάρη - πρέπει τη νύχτα να σε δει -βράδυ χωρίς φεγγάρι.»
«Μέσα εις το κλουβάκι σου - να βάλω το πουλί μου - και να το αφήκω εδεκεί - σε όλη τη ζωή μου.»
«Ήπιασα το γατάκι σου - κι είπα να το χαδέψω - και μου ' πες φύγε από εδώ - κι εγώ δεν θα το αντέξω.»
Κανείς δεν παρεξηγούσε τα λόγια τούτα, γιατί τις περισσότερες φορές δεν είχαν ούτε μια αλήθεια μέσα τους, αλλά και κανένα μικρό υπονοούμενο να έκρυβαν, όλοι το δέχονταν και γελούσαν με την καρδιά τους και προσπαθούσαν να το ανταποδώσουν.
Μαζεμένοι λοιπόν γύρω από τον κλείδωνα, περνούσαν τη βραδιά διασκεδάζοντας εκ των ενόντων, με πειράγματα και αστεία και τα γέλια τους μας κρατούσαν ξυπνούς.
«Μέσα εις το κλουβάκι σου - να βάλω το πουλί μου - και να το αφήκω εδεκεί - σε όλη τη ζωή μου.»
«Ήπιασα το γατάκι σου - κι είπα να το χαδέψω - και μου ' πες φύγε από εδώ - κι εγώ δεν θα το αντέξω.»
Κανείς δεν παρεξηγούσε τα λόγια τούτα, γιατί τις περισσότερες φορές δεν είχαν ούτε μια αλήθεια μέσα τους, αλλά και κανένα μικρό υπονοούμενο να έκρυβαν, όλοι το δέχονταν και γελούσαν με την καρδιά τους και προσπαθούσαν να το ανταποδώσουν.
Μαζεμένοι λοιπόν γύρω από τον κλείδωνα, περνούσαν τη βραδιά διασκεδάζοντας εκ των ενόντων, με πειράγματα και αστεία και τα γέλια τους μας κρατούσαν ξυπνούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου